- πόσις
- πόσις, ὁ, poet. [full] πόσσις AP6.323 (Leon.); gen. πόσιος (no gen. is found in [dialect] Att., πόσεως only in Hdn.Gr.2.700); dat. πὁσει, [dialect] Ep.A
πόσεϊ Il.5.71
; voc.πόσι E.Alc.323
, Ar.Th.913; alsoπόσις E.Hel.1399
: pl.πόσεις Id.IA176
(lyr.); acc.πόσιας Il.6.240
:—husband, spouse, Il.3.329, Alcm.29, Inscr.Cypr.93 H., Pi.P.9.99, etc.;τὸν ὁμοδέμνιον π. A.Ag.1108
(lyr.); esp. lawful husband,μὴ π. μὲν Ἡρακλῆς ἐμὸς καλῆται, τῆς νεωτέρας δ' ἀνήρ S.Tr.550
(but cf.Il.24.725 and 763): rare in Prose, Arist.Pol.1335b41; π. καὶ ἄλοχος ib. 1253b6; κρυπτὸς π., of a paramour, E.Or.561. (I.-E. potis 'lord, master', cf. πότνια, δεσπότης, Skt.pátis 'lord, master, husband', pátnī 'lady, wife', Lat. potis (sum), etc.)------------------------------------πόσῐς, ιος, [dialect] Att. [full] εως, ἡ; dat. πόσει, [dialect] Ion.Aπόσι Hdt.5.19
: ([etym.] πίνω):— drinking, drink, beverage,πόσιος καὶ ἐδητύος ἐζ ἔρον ἕντο Il.1.469
, al.;βρῶσίς τε π. τε Od.10.176
, cf. Hes.Sc.395: pl.,βρώσεσιν ἢ πόσεσιν Democr.235
; carousal, Alc.101, Critias 6.9 D.; συγγίνεσθαι ἐς πόσιν to meet for a carousal, Hdt. 1.172, cf. Bull.Soc.Alex.7.66;πρὸς πόσιν τετράφθαι Th.7.73
;λιπαρέειν τῇ πόσι Hdt.5.19
;παρὰ τὴν π.
over their cups,Id.
2.121.δ; ἐκ δὲ θοίνας π. ἐγένετο, ἐκ δὲ πόσιος μῶκος Epich.148
;πόσιος ἐν βάθει Theoc.14.29
: pl., Pl.Lg.641a.2 draught,αἷμα πίεται τρίτην πόσιν A.Ch.578
;ἐκπίνειν ὑστάτην π. Antipho 1.20
;πόσις φαρμάκου Id.6.22
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.